-
1 Αυξών
-
2 Αὐξῶν
-
3 αυξών
-
4 αὐξῶν
-
5 αύξων
-
6 αὔξων
-
7 αύξων
ουσα, ον увеличивающийся, нарастающий, растущий;αύξων αριθμός — а) порядковый номер; — б) серийный номер;
η οικονομική κρίσις βαίνει αύξουσα экономический кризис нарастает -
8 αύξων αριθμός
реден броjГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > αύξων αριθμός
-
9 αὐξανω
αὐξᾰνω, αὔξω (αὐξάνοι. αὔξεις, -ει, -ομεν; αὔξῃς; αὔξων, -οντες: med. αὔξεται, -οντ(αι); αὐξομέναν. cf. ἀέξω)a increase — δενδρέων δὲ νομὸν Διώνυσος πολυγαθὴς αὐξάνοι fr. 153. met.,ὄφρα αὔξῃς οὖρον ὕμνων P. 4.3
αὔξομεν ἔμπυρα χαλκοαρᾶν ὀκτὼ θανόντων, τοὺς Μεγάρα τέκε οἱ Κρεοντὶς υἱούς i. e. make great the sacrifice of burnt offerings to I. 4.62b met., exalt, make to prosperτὰν σὰν πόλιν αὔξων, Καμάρινα, λαοτρόφον O. 5.4
αὔξεται καὶ Μοῖσα δἰ ἀγγελίας ὀρθᾶς P. 4.279
αὔξων δὲ πάτραν Μειδυλιδᾶν λόγον φέρεις P. 8.38
ἀδελφεοῖσί τ' ἐπαινήσομεν ἐσλοῖς, ὅτι ὑψοῦ φέροντι νόμον Θεσσαλῶν αὔξοντες P. 10.71
γόνον τέ οἱ φέρτατον ἀτίταλλεν ἐν ἀρμένοισι πᾶσι θυμὸν αὔξων N. 3.58
τιμὰ δὲ γίνεται, ὧν θεὸς ἁβρὸν αὔξει λόγον τεθνακότων N. 7.32
ἴστω γὰρ σαφὲς ἀστῶν γενεᾷ μέγιστον κλέος αὔξων (Hartung: αὔξων ἀστῶν codd.) I. 7.29c med., grow, riseεἶπέ τιν' αὐτὸς ὁρᾶν αὐξομέναν πεδόθεν πολύβοσκον γαῖαν O. 7.62
met.,ἐν δ' ὀλίγῳ βροτῶν τὸ τερπνὸν αὔξεται P. 8.93
γλυκὺ δ' ἀνθρώπων τέλος ἀρχά τε δαίμονος ὀρνύντος αὔξεται P. 10.10
αὔξεται δ' ἀρετὰ (codd.: αὔξηται metr. gr. Turyn: ἀίσσει e fine versus huc transtulit Fel. Vogt, qui αὔξεται delevit) N. 8.40νεοθαλὴς δ' αὔξεται μαλθακᾷ νικαφορία σὺν ἀοιδᾷ N. 9.48
ψυχὰς ἐκ τᾶν βασιλῆες ἀγαυοὶ καὶ σθένει κραιπνοὶ σοφίᾳ τε μέγιστοι ἄνδρες αὔξοντ i. e. arise fr. 133. 5.d frag. ]αὔξεις[ Παρθ. 2.. ]αὐξᾳνε[ (Snell: αὐξουη[ G-H.) fr. 140a. 79 (53). -
10 αὔξω
αὐξᾰνω, αὔξω (αὐξάνοι. αὔξεις, -ει, -ομεν; αὔξῃς; αὔξων, -οντες: med. αὔξεται, -οντ(αι); αὐξομέναν. cf. ἀέξω)a increase — δενδρέων δὲ νομὸν Διώνυσος πολυγαθὴς αὐξάνοι fr. 153. met.,ὄφρα αὔξῃς οὖρον ὕμνων P. 4.3
αὔξομεν ἔμπυρα χαλκοαρᾶν ὀκτὼ θανόντων, τοὺς Μεγάρα τέκε οἱ Κρεοντὶς υἱούς i. e. make great the sacrifice of burnt offerings to I. 4.62b met., exalt, make to prosperτὰν σὰν πόλιν αὔξων, Καμάρινα, λαοτρόφον O. 5.4
αὔξεται καὶ Μοῖσα δἰ ἀγγελίας ὀρθᾶς P. 4.279
αὔξων δὲ πάτραν Μειδυλιδᾶν λόγον φέρεις P. 8.38
ἀδελφεοῖσί τ' ἐπαινήσομεν ἐσλοῖς, ὅτι ὑψοῦ φέροντι νόμον Θεσσαλῶν αὔξοντες P. 10.71
γόνον τέ οἱ φέρτατον ἀτίταλλεν ἐν ἀρμένοισι πᾶσι θυμὸν αὔξων N. 3.58
τιμὰ δὲ γίνεται, ὧν θεὸς ἁβρὸν αὔξει λόγον τεθνακότων N. 7.32
ἴστω γὰρ σαφὲς ἀστῶν γενεᾷ μέγιστον κλέος αὔξων (Hartung: αὔξων ἀστῶν codd.) I. 7.29c med., grow, riseεἶπέ τιν' αὐτὸς ὁρᾶν αὐξομέναν πεδόθεν πολύβοσκον γαῖαν O. 7.62
met.,ἐν δ' ὀλίγῳ βροτῶν τὸ τερπνὸν αὔξεται P. 8.93
γλυκὺ δ' ἀνθρώπων τέλος ἀρχά τε δαίμονος ὀρνύντος αὔξεται P. 10.10
αὔξεται δ' ἀρετὰ (codd.: αὔξηται metr. gr. Turyn: ἀίσσει e fine versus huc transtulit Fel. Vogt, qui αὔξεται delevit) N. 8.40νεοθαλὴς δ' αὔξεται μαλθακᾷ νικαφορία σὺν ἀοιδᾷ N. 9.48
ψυχὰς ἐκ τᾶν βασιλῆες ἀγαυοὶ καὶ σθένει κραιπνοὶ σοφίᾳ τε μέγιστοι ἄνδρες αὔξοντ i. e. arise fr. 133. 5.d frag. ]αὔξεις[ Παρθ. 2.. ]αὐξᾳνε[ (Snell: αὐξουη[ G-H.) fr. 140a. 79 (53). -
11 ἀστός
ἀστός (-ός, -όν; -οί, -ῶν, -οῖς)1 (fellow)citizen ἄγων ἐς φάος τόνδε δᾶμον ἀστῶν the people of Kamarina O. 5.14ἐπικύρσαις ἀφθόνων ἀστῶν ἐν ἱμερταῖς ἀοιδαῖς O. 6.7
δίδοι τέ οἱ αἰδοίαν χάριν καὶ ποτ' ἀστῶν καὶ ποτὶ ξείνων O. 7.90
οἶκον ἥμερον ἀστοῖς, ξένοισι δὲ θεράποντα O. 13.2
ἀστοῖς καὶ βασιλεῦσιν P. 1.68
ἀστῶν δ' ἀκοὰ κρύφιον θυμὸν βαρύνει P. 1.84
ἀδύνατα δ' ἔπος ἐκβαλεῖν κραταιὸν ἐν ἀγαθοῖς δόλιον ἀστόν P. 2.82
βασιλεύς, πραὺς ἀστοῖς P. 3.71
ξεῖνος αἴτ' ὦν ἀστός P. 4.78
ἀπαθὴς δ' αὐτὸς πρὸς ἀστῶν sc. Arkesilas P. 4.297 πάσαισι γὰρ πολίεσι λόγος ὁμιλεῖ Ἐρεχθέος ἀστῶν i. e. of the Athenians P. 7.10οὕνεκεν εἰ φίλος ἀστῶν, εἴ τις ἀντάεις, τό γ' ἐν ξυνῷ πεποναμένον εὖ μὴ κρυπτέτω P. 9.93
πόλιός θ' ὑπὲρ φίλας ἀστῶν θ ὑπὲρ τῶνδ the Aiginetans N. 8.14 ἐγὼ δ' ἀστοῖς ἁδὼν καὶ χθονὶ γυῖα καλύψαι (sc. εὔχομαι) N. 8.38ἐν λόγοις δ' ἀστῶν ἀγαθοῖσιν ἐπαινεῖσθαι χρεών N. 11.17
αἰδοῖος μὲν ἦν ἀστοῖς ὁμιλεῖν I. 2.37
ἄξιος εὐλογίαις ἀστῶν μεμίχθαι I. 3.3
δαῖτα πορσύνοντες ἀστοὶ καὶ νεόδματα στεφανώματα βωμῶν I. 4.61
ἀστῶν γενεᾷ μέγιστον κλέος αὔξων (transp. Hartung: αὔξων ἀστῶν codd.) I. 7.29λ]αὸν ἀστῶν Pae. 2.48
]ἀστοῖσι τε[ Pae. 10.13
τὸ κοινόν τις ἀστῶν ἐν εὐδίᾳ τιθεὶς fr. 109. 1. -
12 ἄρμενος
ἄρμενος ( ἄρω), angefügt, anpassend, passend, tauglich, geschickt, günstig. – Hom. dreimal: Od. 5, 234 πέλεκυν, ἄρμενον ἐν παλάμῃσιν; Iliad. 18, 600 τροχὸν ἄρμενον ἐν παλάμῃσιν; Od. 5, 254 ἐν δ' ἱστὸν ποίει καὶ ἐπίκριον ἄρμενον αὐτῷ; – ἡμέρα κούρῃσι γενέσϑαι ἄρμενος, ein für die Geburt von Mädchen günstiger Tag, Hes. O. 785; ἄρμενα πράξας Pind. Ol. 8, 73; ἐν ἀρμένοισι ϑυμὸν αὔξων N. 3, 56; πῶς ταῠτ' ἄρμενα Theocr. 29, 9.
-
13 колонцифра
полигр. о (αύξων) αριθμός της σελίδας ή στήλης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > колонцифра
-
14 номер
1. (порядковое число) о αριθμός- бортовой мор. - κατασκευαστικός - του ναυπηγείουзаводской - του εργοστασίου (αριθμός της σειράς στην κατασκευή του μηχανήματος)« - телефона не отвечает» « - του τηλεφώνου δεν απαντάει»2. (размер) о αριθμόςτομέγεθος3. (сольный) ο/η μονωδός,η μονωδία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > номер
-
15 порядковый
της σειράςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > порядковый
-
16 прогрессивный
1. (возрастающий, усиливающийся, пропорционально увеличивающийся) προοδευτικά αυξανόμενος, αύξων, ανοδικός 2. (передовой, стремящийся к общественному прогрессу) προοδευτικόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > прогрессивный
-
17 возрастаниеющий
возрастание||ющий1. прич. от возрастать·2. прил αὐξων, αὐξάνων, ἀναπτυσσόμενος:\возрастаниеющийющая скорость физ. ἡ ἐπιταχυνομένη ταχύτητα· \возрастаниеющийющая прогрессия мат ἡ γεωμετρική πρόοδος. -
18 номер
номерм1. ὁ ἀριθμός, τό νούμερο:порядковый \номер αὐξων ἀριθμός· \номера по порядку κατ' αὐξοντα ἀριθμόν какой \номер о́буви ты носишь? τί ἀριθμό (или νούμερο) παπούτσια φορείς;· \номер квартиры (дома) ἀριθμός τοῦ διαμερίσματος (τοῦ σπιτιοῦ)·2. (газеты и т. ἡ.) τό φύλλο/ τό τεῦχος (журнала):сегодняшний \номер газеты τό σημερινό φύλλο τής ἐφημερίδας·3. (в гостинице и т. п.) τό δωμάτιο·4. (о выступлении артиста) τό νούμερο:сольный \номер τό σόλο, ἡ μονωδία·5. воен.:\номер орудийного расчета ὁ πυροβολητής· ◊ этот \номер не пройдет разг αὐτό τό κόλπο δέν θά περάσει· выкинуть \номер κάνω παραξενιές. -
19 порядковый
порядков||ыйприл:\порядковый номер ὁ αὐξων ἀριθμός· \порядковыйое числительное грам. τό τακτικό ἀριθμητικό. -
20 прогрессйвный
прогресс||йвныйприл1. (возрастающий) προδευτικός, ἀΰξων:\прогрессйвныйи́вный налог ἡ προοδευτική φορολογία·2. (передовой) προοδευτικός:\прогрессйвныййвное движение ἡ προοδευτική κίνηση· \прогрессйвныййв-ный метод ἡ προοδευτική μέθοδος· ◊ \прогрессйвныййвный паралич ἡ προϊοῦσα παράλυση.
См. также в других словарях:
Αὐξῶν — Αὐξώ goddess of growth fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐξῶν — αὔξη dimension fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὔξων — αὐξάνω increase pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Heraclitus — Heraklit in der Gestalt Michelangelos, Detailansicht aus Raphaels Die Schule von Athen (1510–1511), Fresko in der Stanza della Segnatura (Vatikan) Heraklit von Ephesos (griechisch … Deutsch Wikipedia
Herakleitos — Heraklit in der Gestalt Michelangelos, Detailansicht aus Raphaels Die Schule von Athen (1510–1511), Fresko in der Stanza della Segnatura (Vatikan) Heraklit von Ephesos (griechisch … Deutsch Wikipedia
Heraklit — in der Gestalt Michelangelos, Detailansicht aus Raphaels Die Schule von Athen (1510–1511), Fresko in der Stanza della Segnatura, Vatikan Heraklit von Ephesos (griechisch Ἡράκλειτος ὁ Ἐφέσιος Herákleitos ho … Deutsch Wikipedia
Heraklit von Ephesos — Heraklit in der Gestalt Michelangelos, Detailansicht aus Raphaels Die Schule von Athen (1510–1511), Fresko in der Stanza della Segnatura (Vatikan) Heraklit von Ephesos (griechisch … Deutsch Wikipedia
PANATHENAEA — Erichthonius Vulcani filius Minervae festum instituit, et Α᾿θήναια vasi dicas Minervalia, vocavit. Harpocration, Η῎γαγε δὲ τὴν ἑορτὴν ὁ Ε᾿ριχθόνιος ὁ Η῾φαίςτου, καθά φασιν Ε῾λλάνικός τε καὶ Α᾿νδροτιὼν, ἑκάτερος εν πρώτῃ Α᾿τθίδος πρὸ τούτου δὲ… … Hofmann J. Lexicon universale
αριθμός — Η έννοια αυτή σχηματίζεται (με διάφορες γενικεύσεις) από την απλούστερη έννοια του φυσικού α. Ένας γενικός ορισμός της έννοιας είναι δύσκολο να δοθεί, αν όχι αδύνατο. Στην καθημερινή ζωή ο όρος χρησιμοποιείται με την έννοια του φυσικού ή του… … Dictionary of Greek
Εφημερίδα της Κυβερνήσεως — Όργανο των επίσημων δημοσιεύσεων του κράτους, το οποίο εκδίδεται από το 1833. Ιδρύθηκε με βασιλικό διάταγμα της 1/13 2 1833 της Βαυαρικής Αντιβασιλείας. Από το 1896 υπάγεται στο υπουργείο Οικονομικών (προηγουμένως εξαρτιόταν από το υπουργείο… … Dictionary of Greek
αύξοντας — ο (από την αρχαία μετοχή αύξων, ουσα, ον), αυτός που μεγαλώνει σε όγκο, πλήθος κτλ., συνήθως στη φράση «αύξοντας αριθμός» … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)